πάνδαμος

πάνδαμος
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. πάνδημος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάνδαμος — πάνδᾱμος , πάνδημος the whole body of masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνδημος — Επίθετο της Αφροδίτης στην Αθήνα, το ναό της οποίας έχτισε –σύμφωνα με την παράδοση– ο Σόλωνας από τα χρήματα των εταίρων. Στην Ήλιδα υπήρχε χάλκινο άγαλμα της θεάς κατασκευασμένο από τον Σκόπα. Η Π. Αφροδίτη λατρευόταν επίσης στη Θήβα και στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”